- παμπλείων
- παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + πλείων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμπλείων — much greater masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)